Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Λευτέρης Πούλιος – Αμέρικαν Μπαρ στην Αθήνα

Ο ποιητής, Λευτέρης Πούλιος, σε μια εκπληκτική φωτογραφία του Δημήτρη Γέρου.

Το ποίημα, Αμέρικαν Μπαρ στην Αθήνα, είναι γραμμένο το 1971.
Από τα καλύτερα δείγματα, της ψυχεδελικής έκφρασης, στην Εποχή της Δικτατορίας.
Στο ποίημα, ο Πούλιος, περιγράφει νυχτερινή και κατά φαντασία συνάντηση, που έχει με τον Κωστή Παλαμά.
Η κοινωνία που αντικρίζει, αποτελείται από «βιαστικά και ηλίθια πρόσωπα», ενώ είναι ο ίδιος τελικά, που γυρεύει «μια πόρνη, ένα φίλο, ή, την Ανάσταση».

Η διαχωριστική γραμμή που υπάρχει ανάμεσα στους ψυχεδελικούς και στην κοινωνία της εποχής, τονίζεται στην εικόνα του μπαρ, όπου ο Πούλιος, ακούει τα «χαχανα λόγω των γυναικείων μαλλιών» του.  Μακρυμάλληδες δεν κυνηγούσε μόνον ο Λαδάς, αλλά και πολλοί «σοβαροί» νοικοκύρηδες.



Στο μπαρ, υπάρχει ακόμη και η εικόνα των χαφιέδων, που κοιτάζουν τον μακρυμάλλη καχύποπτα. Ανάμεσα στους μακρυμάλληδες «αλήτες», και στους «καθώς πρέπει» υποτακτικούς της χούντας, υπήρχε μία αμφίδρομη κοροϊδία.
Οι νέοι, έβλεπαν στην κοινωνία, πολίτες «αγάλματα», νεκρούς από καιρό, και αυτό φαίνεται στον κομψό στίχο...

δίπλα σε μια σειρά καθισμένα αγάλματα
.........
είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας

Το Αμέρικαν Μπαρ στην Αθήνα, βεβαίως επηρεασμένο από την γραφή του Ginsberg, είναι ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής ψυχεδελικής κουλτούρας.
Η αντιδικτατορική του διάθεση, δεν ξεπέφτει σε εύκολα στρατευμένα στιχάκια, ούτε περιορίζεται να δει την σαπίλα, μόνο στα πρόσωπα των δικτατόρων
Για τον Πούλιο, η κοινωνία, που φοβάται ή ανέχεται, δεν είναι αμέτοχη ευθυνών, και ίσως, είναι περισσότερο ένοχη, από τους πραξικοπηματίες.
Τα μεγάλα λόγια, για «ρωμιοσύνη», σταματούν ξαφνικά με την δικτατορία, που παρομοιάζεται με την νύχτα, στον υπέροχο στίχο...

όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σαν μαχαίρι
απ τη θήκη.

Στο ηχητικό υλικό, ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος, διαβάζει το Αμέρικαν Μπαρ στην Αθήνα, και ακολουθεί συζήτηση που έχει μαζί μου (Μάιος 2003)




ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΜΠΑΡ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα
του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά
σεργιανίζοντας πάνω-κάτω στη μεθυσμένη μου απογοήτευση
γυρεύοντας μια πόρνη ή ένα φίλο ή την ανάσταση
Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής-λογής
βολτάρουν τη νύχτα· και σιδερένια σκυλιά που κορνάρουν
γάτες στους σκουπιδοτενεκέδες και συ παραμυθά Βερν
τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
Νοιώθω τις σκέψεις σου Κωστή Παλαμά· άμυαλε
γεροξεφαντωτή καθώς έμπαινες μέσα στο μπαρ
γλυκοκυττάζοντας τις πουτάνες. και πίνοντας ένα
διπλό ουίσκυ. Σ’ ακολούθησα μέσα από ομίχλες
από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυναικείων
μαλλιών μου. Κάθησα να με κεράσεις
πάνω στο σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά
καθισμένα αγάλματα.
– Είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας –
Οι χαφιέδες μάς κοιτάζουν καχύποπτα και
τα φώτα σβύνουνε σε μια ώρα
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι;
Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύνη δασκάλευες με φωτιά
και βουή, ανεβασμένος στη κορφή της ελπίδας,
όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στη καρέκλα
παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας
που άχνιζε.
Νοιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο
δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων
Πάμε να κατουρήσουμε όλα τα αγάλματα
της Αθήνας· προσκυνώντας μονάχα
του Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σα παππούς κι εγγονός που
βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ τη τρέλλα
μου γέρο· όποτε μου τη δώσει θα
σε σκοτώσω


(Το ποίημα, είναι αφιερωμένο, στον Κίμωνα Φράιερ)

2 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό και εντελώς μπίτνικ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι, αληθεύει ότι η ποίηση προϋποθέτει μια άλφα ψυχική ταλαιπωρία. Είναι μια διαδικασία λυτρωτική κι επώδυνη, όπως η γέννα. Χρειάζεται να έχεις πονέσει, να έχεις δεχτεί οδύνη για να παράγεις ώριμους καρπούς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή