Ο Σίμος Τσαπνίδης, εν μέσω δύο Γάλλων beatniks. Παρίσι, 1966. ΑΡΧΕΙΟ Μ.Νταλούκα.
Η ροκ σκηνή των beatniks στο Παρίσι, στην οποία συμμετέχουν και Έλληνες, εξελίχθηκε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 60, στην πατρίδα μας όμως, δεν είναι γνωστή, ή τουλάχιστον τόσο, όσο η Swinging London που εμφανίστηκε λίγο αργότερα στην Αγγλία.
Για τα έργα και τις ημέρες των beatniks στο Παρίσι , στην παγκόσμια βιβλιογραφία, σπανίως βρίσκεις αναφορές, αλλά ποτέ, κάτι που να συνδέεται με Ελλάδα.
Στο βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ, αναφέρονται για πρώτη φορά, και έλληνες, που κινήθηκαν τότε, με διάθεση beat, επί Γαλλικού εδάφους.
Η αλήθεια είναι πως αναφέρω πρόσωπα, καταστάσεις και στέκια, λίγο πολύ τηλεγραφικά. Έτσι θα ήθελα να δώσω κάποια επιπλέον στοιχεία, σε όσους κατά καιρούς με ρωτούν, εκφράζοντας απορία. Το σημείο του βιβλίου, που, χωρίς την γνώση αυτών των στοιχείων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, είναι:
Οι beatniks... στις όχθες του Σηκουάνα, συναντούν την «παγκόσμια νεολαία» και θεωρούν μεγάλη τιμή και κάτι σαν εκπλήρωση ιερού τάματος, να κοιμηθούν στο ποτάμι. Βλέπουμε εδώ, ανάμεσα σε άλλους ωτοστοπίστες και δυο φίλους, τον Κώστα Νάτση και Νίκο Μωραΐτη , που καταφθάνουν νέοι προσκυνητές στον μυστικό Σηκουάνα. Τους συναντάμε στο μπαράκι του Ποπώφ, να πίνουν κόκκινο κρασί και όνειρα με τις φούχτες, αργότερα ορκίζονται ότι θα γίνουν βασιλιάδες ή τουλάχιστον πρίγκιπες και κατεβαίνουν στην όχθη για να απαγγείλουν. Στο μαγικό και μυστικό Παρίσι, δημιουργούν αγάπες που αργότερα θα χωρίσουν αλλά θα θυμούνται για πάντα, α να εδώ η Άνθια, η κόρη του Αστυνόμου και η μαγική Κατερίνα. Πολλοί δεν γύρισαν ποτέ στην Ελλάδα. Άλλοι πάλι γύρισαν όπως γυρίζεις από τους Αγίους Τόπους, και μερικοί που είχαν ξεκινήσει φοιτητές ήρθαν κι έγιναν έως και «επώνυμοι». Εκτός από αυτούς, βλέπουμε και εκείνους που φεύγουν με σφιγμένη καρδιά, να βρουν δουλειά στο εργοστάσιο της Citroen. Είναι μια μεγάλη στρατιά από αποφασισμένους μετανάστες. Είναι κάτι παιδιά σαν τον Δημοσθένη Βεργή, που τον άφησαν οι γονείς του και μεγάλωσε στα ορφανοτροφεία. Τώρα, είκοσι χρόνων θα γίνει εργάτης στην Γαλλική βιομηχανία. Αυτός θα ζήσει σαν beatnik από ανάγκη ή απόγνωση και αρχίζει από τότε να ντύνεται τσολιάς για το επιπλέον.
(ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ, σελ. 179-182, Εκδόσεις Άγκυρα, 2012)
Σχετικά με το μπαράκι του Ποπώφ.
Το καφε-μπαρ του Ποπώφ. Στην είσοδο, με τσιγάρο στο στόμα, ο ιδιοκτήτης, Ποπώφ. Παρίσι 1966. Φωτογραφία: Σίμος Τσαπνίδης.
Το μπαράκι αυτό, το είχε ο Ρώσος εμιγκρέ Popoff ή Popov. Το πραγματικό όνομα του μπαρ, ήταν Chez Popoff. Αποτελούσε το κύριο νυχτερινό στέκι των beatniks. Εκεί, σύχναζε η περίφημη ομάδα του Mouna Aguigui (André Dupont), αλλά και οι έλληνες που εχαν τέτοια διάθεση, όπως προκύπτει από τα ημερολόγια του Σίμου Τσαπνίδη.
«Ραντεβού στου Ποπώφ» ήταν η συνηθισμένη έκφραση που άκουγες τότε, ανάμεσα στους ωτοστοπίστες που κατέφθαναν στο Παρίσι.
Η έκφραση αυτή, έγινε μάλιστα και τραγούδι, οι στίχοι του οποίου περιγράφουν καλά την διάθεση των θαμώνων: Ραντεβού στου Ποπώφ/Δεν χρειάζεσαι κυριλέ ρούχα/Όλοι επιτρέπονται εκεί εκτός από τους μπουρζουάδες....
Η ροκ σκηνή των beatniks στο Παρίσι, στην οποία συμμετέχουν και Έλληνες, εξελίχθηκε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 60, στην πατρίδα μας όμως, δεν είναι γνωστή, ή τουλάχιστον τόσο, όσο η Swinging London που εμφανίστηκε λίγο αργότερα στην Αγγλία.
Για τα έργα και τις ημέρες των beatniks στο Παρίσι , στην παγκόσμια βιβλιογραφία, σπανίως βρίσκεις αναφορές, αλλά ποτέ, κάτι που να συνδέεται με Ελλάδα.
Στο βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ, αναφέρονται για πρώτη φορά, και έλληνες, που κινήθηκαν τότε, με διάθεση beat, επί Γαλλικού εδάφους.
Η αλήθεια είναι πως αναφέρω πρόσωπα, καταστάσεις και στέκια, λίγο πολύ τηλεγραφικά. Έτσι θα ήθελα να δώσω κάποια επιπλέον στοιχεία, σε όσους κατά καιρούς με ρωτούν, εκφράζοντας απορία. Το σημείο του βιβλίου, που, χωρίς την γνώση αυτών των στοιχείων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, είναι:
Οι beatniks... στις όχθες του Σηκουάνα, συναντούν την «παγκόσμια νεολαία» και θεωρούν μεγάλη τιμή και κάτι σαν εκπλήρωση ιερού τάματος, να κοιμηθούν στο ποτάμι. Βλέπουμε εδώ, ανάμεσα σε άλλους ωτοστοπίστες και δυο φίλους, τον Κώστα Νάτση και Νίκο Μωραΐτη , που καταφθάνουν νέοι προσκυνητές στον μυστικό Σηκουάνα. Τους συναντάμε στο μπαράκι του Ποπώφ, να πίνουν κόκκινο κρασί και όνειρα με τις φούχτες, αργότερα ορκίζονται ότι θα γίνουν βασιλιάδες ή τουλάχιστον πρίγκιπες και κατεβαίνουν στην όχθη για να απαγγείλουν. Στο μαγικό και μυστικό Παρίσι, δημιουργούν αγάπες που αργότερα θα χωρίσουν αλλά θα θυμούνται για πάντα, α να εδώ η Άνθια, η κόρη του Αστυνόμου και η μαγική Κατερίνα. Πολλοί δεν γύρισαν ποτέ στην Ελλάδα. Άλλοι πάλι γύρισαν όπως γυρίζεις από τους Αγίους Τόπους, και μερικοί που είχαν ξεκινήσει φοιτητές ήρθαν κι έγιναν έως και «επώνυμοι». Εκτός από αυτούς, βλέπουμε και εκείνους που φεύγουν με σφιγμένη καρδιά, να βρουν δουλειά στο εργοστάσιο της Citroen. Είναι μια μεγάλη στρατιά από αποφασισμένους μετανάστες. Είναι κάτι παιδιά σαν τον Δημοσθένη Βεργή, που τον άφησαν οι γονείς του και μεγάλωσε στα ορφανοτροφεία. Τώρα, είκοσι χρόνων θα γίνει εργάτης στην Γαλλική βιομηχανία. Αυτός θα ζήσει σαν beatnik από ανάγκη ή απόγνωση και αρχίζει από τότε να ντύνεται τσολιάς για το επιπλέον.
(ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ, σελ. 179-182, Εκδόσεις Άγκυρα, 2012)
Σχετικά με το μπαράκι του Ποπώφ.
«Ραντεβού στου Ποπώφ» ήταν η συνηθισμένη έκφραση που άκουγες τότε, ανάμεσα στους ωτοστοπίστες που κατέφθαναν στο Παρίσι.
Η έκφραση αυτή, έγινε μάλιστα και τραγούδι, οι στίχοι του οποίου περιγράφουν καλά την διάθεση των θαμώνων: Ραντεβού στου Ποπώφ/Δεν χρειάζεσαι κυριλέ ρούχα/Όλοι επιτρέπονται εκεί εκτός από τους μπουρζουάδες....
Rendez-vous Chez Popoff
C'est le seul endroit où l'on est bien
Pas besoin d'habits neufs
Ne crains rien...
Tu verras Chez Popoff
Aucun ne te dévisagera
On peut tous venir sauf
Les bourgeois...
C'est le seul endroit où l'on est bien
Pas besoin d'habits neufs
Ne crains rien...
Tu verras Chez Popoff
Aucun ne te dévisagera
On peut tous venir sauf
Les bourgeois...
Μία φωτογραφία του Σίμου, αποτυπώνει τον ίδιο τον Ποπώφ, να στέκεται στην είσοδο, καπνίζοντας τσιγάρο.
Ο Σίμος, είναι η σπουδαιότερη πηγή πληροφόρησης, που έχουμε για τη συγκεκριμένη σκηνή στο Παρίσι. Κυκλοφορεί πάντα «οπλισμένος» με τη φωτογραφική του μηχανή. Έτσι κατορθώνει να τραβήξει εκπληκτικές φωτογραφίες που βλέποντάς τις, σήμερα, αισθανόμαστε την ανάσα της beat κουλτούρας. Εκτός από τις φωτογραφίες, κρατά λεπτομερές ημερολόγιο, στο οποίο περιγράφει πρόσωπα και καταστάσεις.
Έλληνες beatniks στο Παρίσι
Τρεις από τους (αρκετούς) Έλληνες που βάσει των ημερολογίων και των φωτογραφιών του Σίμου, συνδέονται με τα στέκια και την κουλτούρα των beatniks, είναι: Κώστας Νάτσης, Νίκος Μωραΐτης, και Λεωνίδας Τουμπάκης.
Πρόκειται για τον έλληνα σκηνοθέτη που σήμερα ζει ακόμα στο Παρίσι. Στα ημερολόγιά του, ο Σίμος τον περιγράφει σαν «περιηγητή», «υπαρξιστή» και «φιλόσοφο». Είναι κολλητός φίλος και πολύ αγαπημένο του πρόσωπο. Τον φωτογραφίζει συχνά, σε φιλοσοφικούς περιπάτους που κάνουν στους Παρισινούς δρόμους, αλλά και σε μπαρ-καφέ, όπως αυτό του Ποπώφ. Αρκετές φωτογραφίες, έχει βγάλει ο Σίμος που δείχνουν τον Νάτση με τον τότε μεγάλο του έρωτα, την Άνθια, Γαλλίδα που συνδέθηκε με τους beatniks στο Παρίσι.
Πρόκειται για τον σπουδαίο Έλληνα μουσικό, που έζησε ως μποέμ στο Παρίσι και αργότερα, κατά τα χρόνια της χούντας, ανέπτυξε και αντιδικτατορική δράση. Συνεργάστηκε τότε και με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μωραΐτης, στις περισσότερες φωτογραφίες, εμφανίζεται με μπερέ και κρατά κιθάρα. Παίζει στα διάφορα στέκια, και συχνάζει φυσικά κι αυτός στου Ποπώφ. Πολλές φωτογραφίες υπάρχουν να δείχνουν τον Μωραΐτη, να τραγουδά στο Ελληνικό Ζαχαροπλαστείο Delphes του Λάμπρου. Το ζαχαροπλαστείο αυτό, ήταν στέκι των Ελλήνων του Παρισιού, αλλά ταυτόχρονα, ήταν και στέκι των beatniks!
Δεν γνωρίζουμε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο. Ο Σίμος τον περιγράφει με ενθουσιασμό, ως καταπληκτικό περιηγητή και του αποδίδει διάθεση που αναμφίβολα, τον κατατάσσει σαν έναν από τους σημαντικότερους τότε, Έλληνες μπήτνικς. Σύμφωνα με τα ημερολόγια, ο Τουμπάκης, έχει φύγει από την Ελλάδα με την απόφαση να γυρίσει με ωτοστόπ όλο τον κόσμο. Κρατά κι αυτός ημερολόγια, που –όπως αναφέρει ο Σίμος- περιγράφει τα ταξίδια του και τις περιπέτειές του. Γράφει ποιήματα.
Ο Δημοσθένης Βεργής, ο γνωστός σήμερα αρχηγός των Ελλήνων Οικολόγων , περιγράφεται και αυτός σαν μέλος της τότε παρέας. Αποτελεί σύντροφο για τον Σίμο, σε νυχτερινές περιπλανήσεις και γλέντια. Περιγράφεται να είναι εργάτης στο εργοστάσιο της Citroen, αλλά και σαν μπήτνικ που ζούσε για το εδώ και το τώρα. Πλακατζής και πολλοί συνάδελφοί του, φαίνεται να του κάνουν καζούρες. Ο Σίμος, τον έχει φωτογραφίσει αρκετές φορές να είναι ντυμένος τσολιάς. Στα ημερολόγια, διευκρινίζεται πως ο Βεργής, ντυνόταν τσολιάς για να συμμετέχει σε διάφορες εκδηλώσεις, παίρνοντας κάποια αμοιβή.
Από αριστερά: Σίμος Τσαπνίδης, Θανάσης Κούλης, Πιτ Κουτρουμπούσης. Παρίσι, 1964. ΑΡΧΕΙΟ Μ.Νταλούκα.
Βεβαίως, η μπητ σκηνή, εκείνης της Εποχής, περιλαμβάνει και άλλους Έλληνες που θα αναφερθούν σε μελλοντικό ποστ ή βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου