Ο Αλέξανδρος Ιόλας, στην Γκαλερί του (Έκθεση ΈργωνVictor Brauner). Φωτ. Σίμος Τσαπνίδης, Παρίσι 1965. © Μανώλης Νταλούκας.
Επιγραμματικά μόνο μπορώ να πω ότι έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους της τέχνης από το 1950 και ως τα τέλη της δεκαετίας 1970, ο οποίος όμως δεν έχει τιμηθεί δεόντως στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο στο εξωτερικό.
Μία άποψη της Τιμητικής Έκθεσης Αλέξανδρος Ιόλας στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Έκθεση Έργων Pino Pascali, στην γκαλερί του Ιόλα. Φωτ. Σίμος Τσαπνίδης, Παρίσι 1968. © Μανώλης Νταλούκας.
ΜΥΘΟΣ
Η διαρκής κατάφαση απέναντι στην απόλαυση συνόδευσε τον Ιόλα σε όλη τη διάρκεια του βίου του. ενός βίου που επίσης κινείται ακόμη στην περιοχή του μύθου. Αυτό όμως που έχει και σήμερα σημασία να αντιληφθούμε είναι ότι ο μύθος δεν είναι μια περίκλειστη έννοια, αλλά αντίθετα είναι εκείνη η έννοια που μας επιτρέπει, σήμερα και διαρκώς, να ανανοηματοδοτούμε τα πράγματα, ακριβώς γιατί δεν είναι μονοσήμαντα. Το ίδιο που λέει περίπου και ο Pierre Restany, ο κριτικός αυτός της τέχνης που έδωσε ξεχωριστή σημασία στην ομάδα των Νέων Ρεαλιστών της Γαλλίας, μια περιπέτεια που υποστήριξε και ο Ιόλας εξαιρετικά. Ο Ρεστανί λέει ακριβώς ότι «Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τη μυθολογία ως μια εν σπέρματι ιστορία, μέσα στην προϊστορία της ιστορίας. Οι μύθοι, στην ουσία, ακολουθούν το νήμα του χρόνου, γενιά με γενιά, και αποκτούν το νόημα που τους δίνουν οι άνθρωποι που τους ενσαρκώνουν. Για τον Ρεστανί ο Αλέξανδρος Ιόλας ενσαρκώνει τον ελληνικό μύθο της γενιάς του.
Και ως τέτοιο μπορούμε να τον προσεγγίζουμε ξανά και ξανά. Άλλωστε, κάθε "μύθος" μας ζει ταυτοχρόνως σε παράλληλα σύμπαντα: δικαιωμένος και αδικαίωτος, σωτήρας και καταστροφέας, ένδοξος και ρεζίλης. Ή και με ενδιάμεσες αποχρώσεις. Εμείς είμαστε που καθρεφτιζόμαστε πάνω στους "μύθους" μας, όχι οι ίδιοι. Οι ίδιοι είναι, όπως όλοι μας: άνθρωποι ικανοί για το "καλύτερο" και το "χειρότερο". Μα, προπάντων, ικανοί για το "ανάμεσό" τους. Όποιος θέλει να παίξει με τα δίπολα, με τη μανιχαϊστική, "ποδοσφαιρική" πείνα, μπορεί να μυθοποιεί αδιακρίτως είτε να καταβαραθρώνει ασταμάτητα.
Εδώ όμως δεχόμαστε ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε κάποια στιγμή την πολλαπλή, ρευστή, διαρκώς διαφεύγουσα, και, ναι, συχνά ανερμάτιστη φύση του ανθρώπου. Και ο Ιόλας μας το ξαναθυμίζει αυτό, ως ανθρώπινος και μυθικός ταυτόχρονα.
Ακόμη και με το δεδομένο λοιπόν της συχνά ανερμάτιστης φύσης του ανθρώπου, παραμένει το γεγονός της σχέσης με τους καλλιτέχνες και το έργο τους. Κι εδώ περνάμε στα έργα και στους καλλιτέχνες.
Από τον de Chirico στον Man Ray, από τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα στον Victor Brauner και τον Τάκι, από τον Calder στον Jean Tinguely, από τον Magritte στον Pino Pascali και τον Martial Raysse, από τον Modigliani στον Warhol, η διαδρομή που διένυσε ο Ιόλας μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο, δεν αποτυπώνει μόνο υποκειμενικές προτιμήσεις, αλλά και ένα οξύ βλέμμα, διαρκώς ανοιχτό στην καλλιτεχνική έκφραση. Με σταθερή αγάπη προς το έργο τέχνης ως αντικείμενο, ο Ιόλας διατήρησε αμείωτα τα ανακλαστικά του απέναντι στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις μετά τον πόλεμο, όταν συνολικό ζητούμενο ήταν η δημιουργία μιας νέας οπτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, προκειμένου να μεταστραφεί το κλίμα απογοήτευσης από την εξέλιξη της ζωής.
Κομβική για την αφετηρία, αλλά και για μια νέα ερμηνεία του Ιόλα και της δράσης του, είναι η σχέση του με τον Σουρεαλισμό, που κατά τη γνώμη μου τον έχει εμπεδώσει όχι απλώς ως ιστορικό κίνημα, αλλά ως τρόπο ζωής και αντίληψης. Κι αυτό δεν το εννοώ αφηρημένα. Το θέμα του σουρεαλισμού και του Ιόλα με το Σουρεαλισμό είναι πολύ πιο σύνθετο απ΄όσο το έχουμε αντιμετωπίσει ως τώρα. Δεν θα μπω σε αναλυτική κουβέντα για το κίνημα, τις προθέσεις του, τις υλοποιήσεις του, τη σύσταση και την πορεία του, παρά μόνο στο βαθμό που σχετίζεται ο Ιόλας μαζί του. Η σχέση του με τον de Chirico είναι πολύ ιδιαίτερη για τον Ιόλα, όσο ξεχωριστή περίπτωση είναι ο de Chirico και για τους Σουρεαλιστές: συμμετείχε για μικρό χρονικό διάστημα στις δράσεις της ομάδας, επηρέασε όμως αποφασιστικά την εξέλιξη της εικαστικής έκφρασης του κινήματος, παρόλο που υπήρξε καλλιτέχνης βαθιά συνδεδεμένος με την ουμανιστική παράδοση, συντηρητικός και επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε μορφή εικονοκλαστικής πρωτοπορίας.
Ο Ιόλας λοιπόν δεν εντυπωσιάζεται από τον de Chirico ως Έλληνας της Ελλάδας, αλλά ως Έλληνας του κόσμου. Ο Ιόλας στον de Chirico αναγνωρίζει, τολμώ να υποθέσω, την ανασύνθεση της παράδοσης και την παράδοξη αναβίωση των διαφόρων πολιτισμικών περιόδων της Δύσης (αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση) μέσα σ’ ένα χώρο διαχρονικό και κατάσπαρτο από τα σύμβολα του παρόντος και του νέου τεχνοκρατικού πολιτισμού. Αναγνωρίζει και τη δύναμη του ερωτισμού, του ανορθολογισμού, όσο και της εσχατολογικής σάτιρας και παρωδίας.
Η σχέση λοιπόν με τον de Chirico είναι ένα πράγμα, με τον Max Ernst δεύτερο, με τον Magritte τρίτο, με τον Victor Brauner τέταρτο. Σε γενικές γραμμές, ο σουρεαλισμός ακόμη και σήμερα, γίνεται περισσότερο κατανοητός σε σχέση με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη γενική απογοήτευση για την εξέλιξη της ζωής που αυτοί άφησαν στην κοινωνία. Και την ίδια στιγμή με την μεγάλη ανάγκη να ξαναφτιαχτούν νέες εικόνες και νέα όνειρα. Στα μεταπολεμικά δε χρόνια, και όταν η έκφραση των καλλιτεχνών του έγινε ηπιότερη, η επίδραση που ασκούσε ήταν ιδιαιτέρως σημαντική και σ’ αυτό το κομμάτι η συμβολή του Ιόλα ήταν κεφαλαιώδης. Το σημειώνει ο Μπατάιγ για το Σουρεαλισμό το 1948: η επίδρασή του τότε είναι πολύ κρίσιμη πολιτικά, ίσως πιο κρίσιμη απ’ ότι στα «ηρωικά» κατά κάποιο τρόπο χρόνια του.
Κι όμως ο Ιόλας δεν ήταν διανοούμενος. Δεν ήταν ιστορικός ή θεωρητικός. Όλα αυτά τα συνάντησε τυχαία και κυρίως τα ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ. Τα συνάντησε αρκετά μετά τις εκδηλώσεις του κινήματος στη Γαλλία κι αυτό μελετητές του το αναγνωρίζουν επίσης ως μέρος του ζωντανού και διαφορετικού βλέμματός του, πέραν των συμβάσεων της τέχνης.
Ο ίδιος μάλιστα, όπως έδειξε η ζωή και η δράση του στη συνέχεια, είχε ασυνείδητα μια ντανταϊστική προπαιδεία, αναγκαία για την πρόσληψη και του σουρεαλισμού. Με τις επιλογές και τις αντιφάσεις του, θα έλεγε κανείς, καταχρηστικά ίσως, ότι έζησε σχεδόν με τη μέθοδο του ψυχικού αυτοματισμού. Κι αυτό ασυνείδητα. Παρά τις προσδοκίες του Breton, ο ψυχικός αυτοματισμός δεν έγινε η πολεμική μηχανή που θα συνέτριβε την παραδοσιακή αστική αντίληψη για την τέχνη και τη λογοτεχνία. Η πρόθεση όμως των σουρεαλιστών ήταν αυτή. Ο Ιόλας όμως θα έλεγα χωρίς να ακουστεί ως υπερβολή ότι έγινε μια πολεμική μηχανή στη θέση της σουρεαλιστικής μηχανής, ακόμη και μετά το σουρεαλισμό. Για να το φτιάξω σε εικόνα, οι απρόοπτες συναντήσεις μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας πάνω σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι όπως λέει ο Lautreamont θα λέγαμε ότι μεταφορικά είναι και η απρόοπτη συνάντηση που μας επιτρέπει ο Ιόλας με το χάος που άφησε.
Και εδώ ερχόμαστε τόσο στην ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, όσο και στην ΤΟΛΜΗ. Αν δείτε το χρονολόγιο των εκθέσεων που διοργάνωσε ο Ιόλας και με πολύ κόπο συγκεντρώσαμε, θα καταλάβετε τι σημαίνει περιπέτεια. Περιπέτεια με τόσους διαφορετικούς μεταξύ τους καλλιτέχνες και προσωπικότητες, περιπέτεια σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα όσο είναι η Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Μιλάνο, η Ρώμη, η Μαδρίτη, η Αθήνα. Ο ρυθμός με τον οποίο κινήθηκε εκθεσιακά δεν είχε προηγούμενο και δεν έχει και τόσο επιγόνους. Μερικοί τον χαρακτηρίζουν ως έναν πρώιμο Gagosian.
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
Έτσι λοιπόν, μιλάμε για την σημασία σήμερα της εμπειρίας της περιπέτειας, της τόλμης, της απόλαυσης, Στον πυρήνα όμως της εμπειρίας και της περιπέτειας αυτής, που είναι η ίδια η σύγχρονη τέχνη στην περίπτωσή μας, βρίσκεται η έννοια της συγκίνησης. Εκεί που συνδέεται η ιστορία και η ευαισθησία, η ιστορία και η ψυχολογία κατά κάποιο τρόπο. Η συγκίνηση, κινητήριος μοχλός της ανθρώπινης δράσης, δεν είναι ένας απλός αυτοματισμός. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι συγκινήσεις έχουν ένα ιδιαίτερο γνώρισμα, το οποίο κανένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την κοινωνική ζωή των ομοίων του δεν μπορεί να παραβλέψει. Και το γνώρισμα αυτό είναι ότι οι συγκινήσεις είναι μεταδοτικές. Έχουν ως συνέπεια τις σχέσεις του ανθρώπου με τον άλλο άνθρωπο, δηλαδή τις συλλογικές σχέσεις. Όπως γράφει ο Lucien Febvre σε ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιό του, σχετικά με το πώς να ανασυνθέσουμε τη συναισθηματική ζωή άλλων εποχών, «αναμφίβολα οι συγκινήσεις γεννιούνται και αναπτύσσονται στην οργανική δομή ενός συγκεκριμένου αυτόμου, και συχνά με αφορμή ένα γεγονός που αγγίζει μόνο το άτομο αυτό. Αλλά η έκφρασή τους είναι αποτέλεσμα μιας σειράς από εμπειρίες ομαδικής ζωής. Η έκφρασή τους είναι καρπός ενός αμοιβαίου κατασταλάγματος διαφορετικών ευαισθησιών.
Ο Ιόλας, για να κλείσω, μέσα από την αποκαλυπτική σχέση του με τους καλλιτέχνες μας καταθέτει και σήμερα εξαιρετικά πολλές και διαφορετικές αποχρώσεις ευαισθησίας. Ο ίδιος έκανε την τέχνη εργαλείο ζωής και αυτό σήμερα παραλαμβάνουμε ως κληρονομιά του. Κληρονομιά αυτού του ανθρώπου που έδειξε μοναδικό ενδιαφέρον για όλες τις όψεις του πολιτισμού, αρχαίου, κυρίως όμως σύγχρονου, του ανθρώπου που δεν γνώριζε όρια, όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και εθνικά, του ανθρώπου που μιλούσε επτά γλώσσες, του ανθρώπου με τις αναρίθμητες ταυτότητες. Χωρίς αυτά κατά νου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ιστορία, παρά μόνο φιλολογία ή απλώς σχολαστικότητα. Και εδώ δεν μιλάμε μόνο για ιστορία της τέχνης, αλλά και πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία.
O Ιόλας, θα το ξαναπώ, αποτελεί τον ίσως μοναδικό κρίκο που συνδέει την ελληνική συμμετοχή στα παγκόσμια γεγονότα των εικαστικών τεχνών του 20ού αιώνα. Και γι’ αυτό το λόγο ο Ιόλας είναι η κληρονομιά μας γιατί μας θυμίζει ότι η τέχνη είναι υλικό που πλάθεται μέσα από τα όνειρα, τις εμμονές, τις φαντασιώσεις και κυρίως τις συγκινήσεις.
Βεβαίως αν είχε ενστερνιστεί την ελληνική εκδοχή του σουρεαλισμού, θα είχε διαβάσει πιο προσεκτικά τον στίχο του Εγγονόπουλου «Στρατηγέ, τι γύρευες στη Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;» και δεν θα είχε επιστρέψει ποτέ στην Ελλάδα. Όμως ευτυχώς ενστερνίστηκε τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό, γύρισε στην Ελλάδα και σήμερα μας επιτρέπει ξανά να σταθούμε πιο κριτικά απέναντι στο μύθο του, απέναντι στο μύθο της τέχνης της ίδιας και απέναντι στο μύθο που είναι ο κάθε εαυτός μας ξεχωριστά.
Γράφει η Διευθύντρια του Μουσείου, και Ιστορικός Τέχνης, Θούλη Μισιρλόγλου:
Δεν θα σας πω ποιος είναι ο Ιόλας ή η ζωή του, την οποία χονδρικά ξέρετε, φαντάζεστε επομένως πόσο δύσκολη είναι μια έκθεση γι’ αυτόν: Επιγραμματικά μόνο μπορώ να πω ότι έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους της τέχνης από το 1950 και ως τα τέλη της δεκαετίας 1970, ο οποίος όμως δεν έχει τιμηθεί δεόντως στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο στο εξωτερικό.
Η παραδοξολογία αυτή σχετίζεται με την άτυχη καταγραφή του Ιόλα στη μνήμη ειδικά του ελληνικού κοινού, καθώς η πρόθεση της δωρεάς συλλογών του στο ελληνικό κράτος δεν ευοδώθηκε τελικώς και ελάχιστα αρχεία έχουν σωθεί εντός ελληνικού εδάφους.
Ο Ιόλας στην Έκθεση Έργων Pino Pascali, στην γκαλερί του στο Παρίσι. Φωτ. Σίμος Τσαπνίδης, Παρίσι 1968. © Μανώλης Νταλούκας.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας, υπήρξε αντισυμβατικός, κοσμοπολίτης της ελληνικής διασποράς, αντιφατικός, παθιασμένος, λάτρης των πολιτισμών του κόσμου από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση μέχρι τη σύγχρονη τέχνη, από την Κίνα μέχρι την Αμερική, από τη βυζαντινή τέχνη μέχρι την νεωτερικότητα, λάτρης των εκκεντρικών ρούχων και των ξεχωριστών αντικειμένων.
Υπήρξε ο άνθρωπος ο οποίος ένωσε το χορό με τις εικαστικές τέχνες, τη ζωγραφική με τις παραστατικές τέχνες, έζησε μεγάλες στιγμές των μητροπολιτικών καλλιτεχνικών κέντρων, ήρθε αντιμέτωπος με την ελληνική «κοινωνία του θεάματος» και μέρος του κίτρινου τύπου, στην προσπάθειά του να μεταστρέψει τις αισθητικές αξίες της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό που είναι αδιαπραγμάτευτο είναι ότι αποτελεί το μοναδικό ίσως σημαντικό κρίκο που συνδέει την ελληνική συμμετοχή στα παγκόσμια γεγονότα των εικαστικών τεχνών του 20ού αιώνα, ο οποίος περιβλήθηκε με την αχλύ και το κύρος του μύθου και του οποίου την σημερινή υπόσταση συγκροτούν περισσότερο δευτερογενείς ατομικές αφηγήσεις παρά πρωτογενή τεκμήρια, με την εξαίρεση βεβαίως της βιογραφίας του από τον Νίκο Σταθούλη, μια βιογραφία που ήρθε σε σωστό χρόνο, όπως πρόβλεπε ο ίδιος ο Ιόλας, καμιά 20αριά περίπου δηλ χρόνια μετά το θάνατο του Ιόλα…
Υπήρξε ο άνθρωπος ο οποίος ένωσε το χορό με τις εικαστικές τέχνες, τη ζωγραφική με τις παραστατικές τέχνες, έζησε μεγάλες στιγμές των μητροπολιτικών καλλιτεχνικών κέντρων, ήρθε αντιμέτωπος με την ελληνική «κοινωνία του θεάματος» και μέρος του κίτρινου τύπου, στην προσπάθειά του να μεταστρέψει τις αισθητικές αξίες της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό που είναι αδιαπραγμάτευτο είναι ότι αποτελεί το μοναδικό ίσως σημαντικό κρίκο που συνδέει την ελληνική συμμετοχή στα παγκόσμια γεγονότα των εικαστικών τεχνών του 20ού αιώνα, ο οποίος περιβλήθηκε με την αχλύ και το κύρος του μύθου και του οποίου την σημερινή υπόσταση συγκροτούν περισσότερο δευτερογενείς ατομικές αφηγήσεις παρά πρωτογενή τεκμήρια, με την εξαίρεση βεβαίως της βιογραφίας του από τον Νίκο Σταθούλη, μια βιογραφία που ήρθε σε σωστό χρόνο, όπως πρόβλεπε ο ίδιος ο Ιόλας, καμιά 20αριά περίπου δηλ χρόνια μετά το θάνατο του Ιόλα…
ΤΟ ΔΕΔΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
Βεβαίως το ΜΜΣΤ έχει πολλούς λόγους να τιμά ξανά τον Ιόλα, στη μεγαλύτερη έκθεση που έχει διοργανώσει ως τώρα γι’ αυτόν. Ο βασικός λόγος, είναι ότι η δωρεά του, πριν 40 περίπου χρόνια, είναι αυτή που κατέστησε δυνατή τη δημιουργία ενός Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα, όταν δεν υπήρχε τίποτα ανάλογο, και στη συνέχεια τη μετεξέλιξη του Κέντρου στο πρώτο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της χώρας.
Βεβαίως το ΜΜΣΤ έχει πολλούς λόγους να τιμά ξανά τον Ιόλα, στη μεγαλύτερη έκθεση που έχει διοργανώσει ως τώρα γι’ αυτόν. Ο βασικός λόγος, είναι ότι η δωρεά του, πριν 40 περίπου χρόνια, είναι αυτή που κατέστησε δυνατή τη δημιουργία ενός Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα, όταν δεν υπήρχε τίποτα ανάλογο, και στη συνέχεια τη μετεξέλιξη του Κέντρου στο πρώτο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της χώρας.
Η ίδια αυτή δωρεά είναι στην πραγματικότητα ό,τι απέμεινε από το μεγαλόπνοο σχέδιο του Ιόλα για την Αθήνα, και το μόνο που τελικά υλοποιήθηκε στον καιρό του. Η δωρεά Ιόλα λοιπόν έχει σαφώς μια ιστορική σημασία για το ΜΜΣΤ, αλλά και για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα ευρύτερα.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Πέραν αυτών όμως, βασικό μου μέλημα ήταν να αφηγηθούμε την ιστορία, μια ιστορία, του Ιόλα όχι μόνο για το προφανές ιστορικό της ενδιαφέρον, αλλά και για να μπορέσουμε να μεταδώσουμε ένα βίωμα σημερινό. Μια έκθεση που θα δείξει τις γούνες του ή τα παπούτσια του μόνο μπορεί να είναι απλή σκηνογραφία. Μια έκθεση που θα δείξει μόνο έγγραφα που τεκμηριώνουν τη ζωή του μπορεί να γίνει απλή φιλολογία ή σχολαστικισμός. Μια έκθεση που βασικά θα έδειχνε ενσταντανέ με προσωπικότητες μπορεί να ήταν ένα είδος νέου gossip. Αλλά σίγουρα δεν θα ήταν αυτά που θα έκανε ένα Μουσείο.
Το κεντρικό, λοιπόν, ερώτημα που με στοίχειωσε για αρκετό καιρό ήταν «πώς θα ανανεώσουμε τη σχέση μας με την κληρονομιά του», και «ποια είναι τελικά η κληρονομιά του». Με άλλα λόγια, «γιατί μας ενδιαφέρει ο Ιόλας σήμερα, πέραν της ιστορικής του σχέσης με την πόλη και το Μουσείο».
ΑΤΑΞΙΝΟΜΗΤΟΣ
Μας ενδιαφέρει ένας άνθρωπος αταξινόμητος της ιστορίας, όπως είναι ο Ιόλας; Ένας ιδιοφυής και εκκεντρικός που, από μία άποψη, θα ήταν αναμενόμενο να μην αφορά τη σημερινή εποχή, η οποία εξακολουθεί να είναι αμνήμων και εν πολλοίς αναίσθητη από πολλές απόψεις.
Πέραν αυτών όμως, βασικό μου μέλημα ήταν να αφηγηθούμε την ιστορία, μια ιστορία, του Ιόλα όχι μόνο για το προφανές ιστορικό της ενδιαφέρον, αλλά και για να μπορέσουμε να μεταδώσουμε ένα βίωμα σημερινό. Μια έκθεση που θα δείξει τις γούνες του ή τα παπούτσια του μόνο μπορεί να είναι απλή σκηνογραφία. Μια έκθεση που θα δείξει μόνο έγγραφα που τεκμηριώνουν τη ζωή του μπορεί να γίνει απλή φιλολογία ή σχολαστικισμός. Μια έκθεση που βασικά θα έδειχνε ενσταντανέ με προσωπικότητες μπορεί να ήταν ένα είδος νέου gossip. Αλλά σίγουρα δεν θα ήταν αυτά που θα έκανε ένα Μουσείο.
Το κεντρικό, λοιπόν, ερώτημα που με στοίχειωσε για αρκετό καιρό ήταν «πώς θα ανανεώσουμε τη σχέση μας με την κληρονομιά του», και «ποια είναι τελικά η κληρονομιά του». Με άλλα λόγια, «γιατί μας ενδιαφέρει ο Ιόλας σήμερα, πέραν της ιστορικής του σχέσης με την πόλη και το Μουσείο».
ΑΤΑΞΙΝΟΜΗΤΟΣ
Μας ενδιαφέρει ένας άνθρωπος αταξινόμητος της ιστορίας, όπως είναι ο Ιόλας; Ένας ιδιοφυής και εκκεντρικός που, από μία άποψη, θα ήταν αναμενόμενο να μην αφορά τη σημερινή εποχή, η οποία εξακολουθεί να είναι αμνήμων και εν πολλοίς αναίσθητη από πολλές απόψεις.
Ο Ιόλας χορευτής στο Βερολίνο
Μα κυρίως ένας αταξινόμητος μας ενδιαφέρει. Κυρίως ένας αταξινόμητος ενδιαφέρει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Και κυρίως ένας αταξινόμητος, ιδιοφυής και εκκεντρικός, αφορά τη σημερινή εποχή και την κάθε εποχή.
Για τον απλό λόγο ότι κόσμος με κρίση, που θυμάται, που αισθάνεται και που έχει ανάγκη να γνωρίσει ανθρώπους περιπετειώδεις και με διαφορετικό τρόπο πνευματικούς πάντα θα υπάρχει. Έτσι λοιπόν, αν συνόψιζα εξαιρετικά λακωνικά και προκαταβολικά γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα ο Ιόλας είναι γιατί μας υπενθυμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο τι σημαίνει ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, ΤΟΛΜΗ, ΑΠΟΛΑΥΣΗ, ΠΑΙΧΝΙΔΙ μέσα από την τέχνη, γιατί στην περίπτωσή του τέχνη και ζωή έγιναν ένα αδιαχώριστο πράγμα.
Εδώ χρειάζεται μια επεξήγηση. Ο Ιόλας πρώτα από όλα είναι σχεδόν αταξινόμητος ως προς το βιοτικό του ύφος, που λέει ο Bourdieu. To κράμα πολλών διαφορετικών επιδράσεων, επιρροών και σχέσεων που είναι ο Ιόλας είναι πολύ δύσκολο να το κατανοήσουμε πραγματικά και κυρίως να το αποδεχτούμε, όχι μόνο επειδή οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά, αλλά και γιατί ο κοσμοπολιτισμός και η ανοιχτότητά του απέναντι στον κόσμο είναι σπάνιες εμπειρίες για έναν άνθρωπο και πολύ διαφορετικές από τις κλασικές εμπειρίες ενός Έλληνα της διασποράς. Φανταστείτε τον Ιόλα ως έναν άλλο Μπενάκη. Και οι δύο ξεκίνησαν από την Αίγυπτο. Ξέρουμε τι σημαίνουν οι ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ο Μπενάκης άφησε την Αίγυπτο και ήρθε στην Αθήνα. Ο Ιόλας έκανε πολλές διαδρομές ακόμη μετά την Αθήνα. Έζησε την την φασιστική Ευρώπη, μετά την Αμερική, όταν πλήθος αυτοεξόριστων καλλιτεχνών βρίσκονταν εκεί και όταν στις δεκαετίες 1960 και 1970 η Νέα Υόρκη ήταν ένα ζωντανό καλλιτεχνικό κέντρο (θυμηθείτε τη μουσική, την ποίηση, όλες τις τέχνες), και ταυτόχρονα βρισκόταν στην Ευρώπη της ίδιας εποχής, μια Ευρώπη που επίσης άλλαζε. Το ότι ο Ιόλας κρατά ως μόττο το πρόσταγμα του Σικελιανού, το «αύξου αεί», είναι πολύ σημαντικό.
Αύξου αεί, grow forever, grow eternal, θα μεταφραζόταν με σημερινά λόγια «γίνε αέναος, γίνε αιώνιος». Το μόττο αυτό είναι ενεργητικό, προστάζει σε ατομική δράση: για μια ανάπτυξη, για μια συνεχή καλλιέργεια, που πρέπει να τείνει πάντα στην αυτοϋπέρβαση. Το πρότυπο επίσης του Άγγελου Σικελιανού δεν είναι τυχαίο: από τον εξώστη του εξοχικού του στη Συκιά που έβλεπε στον Κορινθιακό κόλπο, σε μια έπαυλη που ήταν σύνθεση αρχαίων ελληνικών, βυζαντινών και βενετσιάνικων επιρροών, ήταν η εστία απολαύσεων, υλικών και πνευματικών, ζούσε στιγμές που που πλανώνται στην περιοχή του μύθου. Αυτές οι παρέες των διανοουμένων με τους αρχαιοελληνικούς χιτώνες ή και χωρίς καθόλου ρούχα ξαπλωμένες στα ζεστά βότσαλα της ακρογιαλιάς, λειτουργούσαν οργιαστικά στη φαντασία των περιοίκων. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Μέναμε οι δυο σ' ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Ομηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμίας μας, τ' αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν' αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη (...)». Το ίδιο έκανε κι ο Ιόλας. Γκρέμιζε και δημιουργούσε τον κόσμο μαζί με ένα πλήθος καλλιτεχνών, πολλοί από τους οποίους ήταν σχεδόν 20χρονα παιδιά. Αλλά σ αυτούς έδειξε εμπιστοσύνη.
Και γι’ αυτό η έκθεση αυτή, την οποία θεωρώ πράγματι αρχή και όχι τέλος ή καταληκτική –ειδικά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, όταν ο νέος φορέας που φτιάχνει το ΜΜΣΤ με το ΚΜΣΤ σε λίγο θα είναι πράξη–, εστιάζει στην σχέση του Ιόλα με τους καλλιτέχνες και το έργο τους, μια σχέση αποκαλυπτική. Η σχέση μάλιστα αυτή εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στην εκτός Ελλάδος περιοχή, άρα μιλάμε για το διεθνές προφίλ του Ιόλα και όχι το ελληνικό. Και το ΜΜΣΤ διασώζει τη συλλογική μνήμη του Ιόλα. Ταυτόχρονα η έκθεση σας καλεί να ξανασκεφτείτε τον Ιόλα υπό τους όρους του πραγματικού μύθου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιόλας διαρκώς περιβάλλεται από την αχλύ του μύθου. Ίσως τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να ξαναπροσεγγίσουμε την έννοια αυτή του μύθου, με λιγότερες προκαταλήψεις, όχι για να την αποκαθηλώσουμε με άλλο τρόπο, εξηγώντας ή απομυθοποιώντας την, αλλά να την σκεφτούμε ξανά για να την ζήσουμε και να την απολαύσουμε περισσότερο.
Για τον απλό λόγο ότι κόσμος με κρίση, που θυμάται, που αισθάνεται και που έχει ανάγκη να γνωρίσει ανθρώπους περιπετειώδεις και με διαφορετικό τρόπο πνευματικούς πάντα θα υπάρχει. Έτσι λοιπόν, αν συνόψιζα εξαιρετικά λακωνικά και προκαταβολικά γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα ο Ιόλας είναι γιατί μας υπενθυμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο τι σημαίνει ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, ΤΟΛΜΗ, ΑΠΟΛΑΥΣΗ, ΠΑΙΧΝΙΔΙ μέσα από την τέχνη, γιατί στην περίπτωσή του τέχνη και ζωή έγιναν ένα αδιαχώριστο πράγμα.
Εδώ χρειάζεται μια επεξήγηση. Ο Ιόλας πρώτα από όλα είναι σχεδόν αταξινόμητος ως προς το βιοτικό του ύφος, που λέει ο Bourdieu. To κράμα πολλών διαφορετικών επιδράσεων, επιρροών και σχέσεων που είναι ο Ιόλας είναι πολύ δύσκολο να το κατανοήσουμε πραγματικά και κυρίως να το αποδεχτούμε, όχι μόνο επειδή οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά, αλλά και γιατί ο κοσμοπολιτισμός και η ανοιχτότητά του απέναντι στον κόσμο είναι σπάνιες εμπειρίες για έναν άνθρωπο και πολύ διαφορετικές από τις κλασικές εμπειρίες ενός Έλληνα της διασποράς. Φανταστείτε τον Ιόλα ως έναν άλλο Μπενάκη. Και οι δύο ξεκίνησαν από την Αίγυπτο. Ξέρουμε τι σημαίνουν οι ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ο Μπενάκης άφησε την Αίγυπτο και ήρθε στην Αθήνα. Ο Ιόλας έκανε πολλές διαδρομές ακόμη μετά την Αθήνα. Έζησε την την φασιστική Ευρώπη, μετά την Αμερική, όταν πλήθος αυτοεξόριστων καλλιτεχνών βρίσκονταν εκεί και όταν στις δεκαετίες 1960 και 1970 η Νέα Υόρκη ήταν ένα ζωντανό καλλιτεχνικό κέντρο (θυμηθείτε τη μουσική, την ποίηση, όλες τις τέχνες), και ταυτόχρονα βρισκόταν στην Ευρώπη της ίδιας εποχής, μια Ευρώπη που επίσης άλλαζε. Το ότι ο Ιόλας κρατά ως μόττο το πρόσταγμα του Σικελιανού, το «αύξου αεί», είναι πολύ σημαντικό.
Αύξου αεί, grow forever, grow eternal, θα μεταφραζόταν με σημερινά λόγια «γίνε αέναος, γίνε αιώνιος». Το μόττο αυτό είναι ενεργητικό, προστάζει σε ατομική δράση: για μια ανάπτυξη, για μια συνεχή καλλιέργεια, που πρέπει να τείνει πάντα στην αυτοϋπέρβαση. Το πρότυπο επίσης του Άγγελου Σικελιανού δεν είναι τυχαίο: από τον εξώστη του εξοχικού του στη Συκιά που έβλεπε στον Κορινθιακό κόλπο, σε μια έπαυλη που ήταν σύνθεση αρχαίων ελληνικών, βυζαντινών και βενετσιάνικων επιρροών, ήταν η εστία απολαύσεων, υλικών και πνευματικών, ζούσε στιγμές που που πλανώνται στην περιοχή του μύθου. Αυτές οι παρέες των διανοουμένων με τους αρχαιοελληνικούς χιτώνες ή και χωρίς καθόλου ρούχα ξαπλωμένες στα ζεστά βότσαλα της ακρογιαλιάς, λειτουργούσαν οργιαστικά στη φαντασία των περιοίκων. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Μέναμε οι δυο σ' ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Ομηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμίας μας, τ' αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν' αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη (...)». Το ίδιο έκανε κι ο Ιόλας. Γκρέμιζε και δημιουργούσε τον κόσμο μαζί με ένα πλήθος καλλιτεχνών, πολλοί από τους οποίους ήταν σχεδόν 20χρονα παιδιά. Αλλά σ αυτούς έδειξε εμπιστοσύνη.
Και γι’ αυτό η έκθεση αυτή, την οποία θεωρώ πράγματι αρχή και όχι τέλος ή καταληκτική –ειδικά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, όταν ο νέος φορέας που φτιάχνει το ΜΜΣΤ με το ΚΜΣΤ σε λίγο θα είναι πράξη–, εστιάζει στην σχέση του Ιόλα με τους καλλιτέχνες και το έργο τους, μια σχέση αποκαλυπτική. Η σχέση μάλιστα αυτή εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στην εκτός Ελλάδος περιοχή, άρα μιλάμε για το διεθνές προφίλ του Ιόλα και όχι το ελληνικό. Και το ΜΜΣΤ διασώζει τη συλλογική μνήμη του Ιόλα. Ταυτόχρονα η έκθεση σας καλεί να ξανασκεφτείτε τον Ιόλα υπό τους όρους του πραγματικού μύθου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιόλας διαρκώς περιβάλλεται από την αχλύ του μύθου. Ίσως τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να ξαναπροσεγγίσουμε την έννοια αυτή του μύθου, με λιγότερες προκαταλήψεις, όχι για να την αποκαθηλώσουμε με άλλο τρόπο, εξηγώντας ή απομυθοποιώντας την, αλλά να την σκεφτούμε ξανά για να την ζήσουμε και να την απολαύσουμε περισσότερο.
ΜΥΘΟΣ
Η διαρκής κατάφαση απέναντι στην απόλαυση συνόδευσε τον Ιόλα σε όλη τη διάρκεια του βίου του. ενός βίου που επίσης κινείται ακόμη στην περιοχή του μύθου. Αυτό όμως που έχει και σήμερα σημασία να αντιληφθούμε είναι ότι ο μύθος δεν είναι μια περίκλειστη έννοια, αλλά αντίθετα είναι εκείνη η έννοια που μας επιτρέπει, σήμερα και διαρκώς, να ανανοηματοδοτούμε τα πράγματα, ακριβώς γιατί δεν είναι μονοσήμαντα. Το ίδιο που λέει περίπου και ο Pierre Restany, ο κριτικός αυτός της τέχνης που έδωσε ξεχωριστή σημασία στην ομάδα των Νέων Ρεαλιστών της Γαλλίας, μια περιπέτεια που υποστήριξε και ο Ιόλας εξαιρετικά. Ο Ρεστανί λέει ακριβώς ότι «Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τη μυθολογία ως μια εν σπέρματι ιστορία, μέσα στην προϊστορία της ιστορίας. Οι μύθοι, στην ουσία, ακολουθούν το νήμα του χρόνου, γενιά με γενιά, και αποκτούν το νόημα που τους δίνουν οι άνθρωποι που τους ενσαρκώνουν. Για τον Ρεστανί ο Αλέξανδρος Ιόλας ενσαρκώνει τον ελληνικό μύθο της γενιάς του.
Και ως τέτοιο μπορούμε να τον προσεγγίζουμε ξανά και ξανά. Άλλωστε, κάθε "μύθος" μας ζει ταυτοχρόνως σε παράλληλα σύμπαντα: δικαιωμένος και αδικαίωτος, σωτήρας και καταστροφέας, ένδοξος και ρεζίλης. Ή και με ενδιάμεσες αποχρώσεις. Εμείς είμαστε που καθρεφτιζόμαστε πάνω στους "μύθους" μας, όχι οι ίδιοι. Οι ίδιοι είναι, όπως όλοι μας: άνθρωποι ικανοί για το "καλύτερο" και το "χειρότερο". Μα, προπάντων, ικανοί για το "ανάμεσό" τους. Όποιος θέλει να παίξει με τα δίπολα, με τη μανιχαϊστική, "ποδοσφαιρική" πείνα, μπορεί να μυθοποιεί αδιακρίτως είτε να καταβαραθρώνει ασταμάτητα.
Εδώ όμως δεχόμαστε ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε κάποια στιγμή την πολλαπλή, ρευστή, διαρκώς διαφεύγουσα, και, ναι, συχνά ανερμάτιστη φύση του ανθρώπου. Και ο Ιόλας μας το ξαναθυμίζει αυτό, ως ανθρώπινος και μυθικός ταυτόχρονα.
Ακόμη και με το δεδομένο λοιπόν της συχνά ανερμάτιστης φύσης του ανθρώπου, παραμένει το γεγονός της σχέσης με τους καλλιτέχνες και το έργο τους. Κι εδώ περνάμε στα έργα και στους καλλιτέχνες.
Από τον de Chirico στον Man Ray, από τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα στον Victor Brauner και τον Τάκι, από τον Calder στον Jean Tinguely, από τον Magritte στον Pino Pascali και τον Martial Raysse, από τον Modigliani στον Warhol, η διαδρομή που διένυσε ο Ιόλας μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο, δεν αποτυπώνει μόνο υποκειμενικές προτιμήσεις, αλλά και ένα οξύ βλέμμα, διαρκώς ανοιχτό στην καλλιτεχνική έκφραση. Με σταθερή αγάπη προς το έργο τέχνης ως αντικείμενο, ο Ιόλας διατήρησε αμείωτα τα ανακλαστικά του απέναντι στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις μετά τον πόλεμο, όταν συνολικό ζητούμενο ήταν η δημιουργία μιας νέας οπτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, προκειμένου να μεταστραφεί το κλίμα απογοήτευσης από την εξέλιξη της ζωής.
Κομβική για την αφετηρία, αλλά και για μια νέα ερμηνεία του Ιόλα και της δράσης του, είναι η σχέση του με τον Σουρεαλισμό, που κατά τη γνώμη μου τον έχει εμπεδώσει όχι απλώς ως ιστορικό κίνημα, αλλά ως τρόπο ζωής και αντίληψης. Κι αυτό δεν το εννοώ αφηρημένα. Το θέμα του σουρεαλισμού και του Ιόλα με το Σουρεαλισμό είναι πολύ πιο σύνθετο απ΄όσο το έχουμε αντιμετωπίσει ως τώρα. Δεν θα μπω σε αναλυτική κουβέντα για το κίνημα, τις προθέσεις του, τις υλοποιήσεις του, τη σύσταση και την πορεία του, παρά μόνο στο βαθμό που σχετίζεται ο Ιόλας μαζί του. Η σχέση του με τον de Chirico είναι πολύ ιδιαίτερη για τον Ιόλα, όσο ξεχωριστή περίπτωση είναι ο de Chirico και για τους Σουρεαλιστές: συμμετείχε για μικρό χρονικό διάστημα στις δράσεις της ομάδας, επηρέασε όμως αποφασιστικά την εξέλιξη της εικαστικής έκφρασης του κινήματος, παρόλο που υπήρξε καλλιτέχνης βαθιά συνδεδεμένος με την ουμανιστική παράδοση, συντηρητικός και επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε μορφή εικονοκλαστικής πρωτοπορίας.
Ο Ιόλας λοιπόν δεν εντυπωσιάζεται από τον de Chirico ως Έλληνας της Ελλάδας, αλλά ως Έλληνας του κόσμου. Ο Ιόλας στον de Chirico αναγνωρίζει, τολμώ να υποθέσω, την ανασύνθεση της παράδοσης και την παράδοξη αναβίωση των διαφόρων πολιτισμικών περιόδων της Δύσης (αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση) μέσα σ’ ένα χώρο διαχρονικό και κατάσπαρτο από τα σύμβολα του παρόντος και του νέου τεχνοκρατικού πολιτισμού. Αναγνωρίζει και τη δύναμη του ερωτισμού, του ανορθολογισμού, όσο και της εσχατολογικής σάτιρας και παρωδίας.
Η σχέση λοιπόν με τον de Chirico είναι ένα πράγμα, με τον Max Ernst δεύτερο, με τον Magritte τρίτο, με τον Victor Brauner τέταρτο. Σε γενικές γραμμές, ο σουρεαλισμός ακόμη και σήμερα, γίνεται περισσότερο κατανοητός σε σχέση με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη γενική απογοήτευση για την εξέλιξη της ζωής που αυτοί άφησαν στην κοινωνία. Και την ίδια στιγμή με την μεγάλη ανάγκη να ξαναφτιαχτούν νέες εικόνες και νέα όνειρα. Στα μεταπολεμικά δε χρόνια, και όταν η έκφραση των καλλιτεχνών του έγινε ηπιότερη, η επίδραση που ασκούσε ήταν ιδιαιτέρως σημαντική και σ’ αυτό το κομμάτι η συμβολή του Ιόλα ήταν κεφαλαιώδης. Το σημειώνει ο Μπατάιγ για το Σουρεαλισμό το 1948: η επίδρασή του τότε είναι πολύ κρίσιμη πολιτικά, ίσως πιο κρίσιμη απ’ ότι στα «ηρωικά» κατά κάποιο τρόπο χρόνια του.
Κι όμως ο Ιόλας δεν ήταν διανοούμενος. Δεν ήταν ιστορικός ή θεωρητικός. Όλα αυτά τα συνάντησε τυχαία και κυρίως τα ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ. Τα συνάντησε αρκετά μετά τις εκδηλώσεις του κινήματος στη Γαλλία κι αυτό μελετητές του το αναγνωρίζουν επίσης ως μέρος του ζωντανού και διαφορετικού βλέμματός του, πέραν των συμβάσεων της τέχνης.
Ο ίδιος μάλιστα, όπως έδειξε η ζωή και η δράση του στη συνέχεια, είχε ασυνείδητα μια ντανταϊστική προπαιδεία, αναγκαία για την πρόσληψη και του σουρεαλισμού. Με τις επιλογές και τις αντιφάσεις του, θα έλεγε κανείς, καταχρηστικά ίσως, ότι έζησε σχεδόν με τη μέθοδο του ψυχικού αυτοματισμού. Κι αυτό ασυνείδητα. Παρά τις προσδοκίες του Breton, ο ψυχικός αυτοματισμός δεν έγινε η πολεμική μηχανή που θα συνέτριβε την παραδοσιακή αστική αντίληψη για την τέχνη και τη λογοτεχνία. Η πρόθεση όμως των σουρεαλιστών ήταν αυτή. Ο Ιόλας όμως θα έλεγα χωρίς να ακουστεί ως υπερβολή ότι έγινε μια πολεμική μηχανή στη θέση της σουρεαλιστικής μηχανής, ακόμη και μετά το σουρεαλισμό. Για να το φτιάξω σε εικόνα, οι απρόοπτες συναντήσεις μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας πάνω σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι όπως λέει ο Lautreamont θα λέγαμε ότι μεταφορικά είναι και η απρόοπτη συνάντηση που μας επιτρέπει ο Ιόλας με το χάος που άφησε.
Και εδώ ερχόμαστε τόσο στην ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, όσο και στην ΤΟΛΜΗ. Αν δείτε το χρονολόγιο των εκθέσεων που διοργάνωσε ο Ιόλας και με πολύ κόπο συγκεντρώσαμε, θα καταλάβετε τι σημαίνει περιπέτεια. Περιπέτεια με τόσους διαφορετικούς μεταξύ τους καλλιτέχνες και προσωπικότητες, περιπέτεια σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα όσο είναι η Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Μιλάνο, η Ρώμη, η Μαδρίτη, η Αθήνα. Ο ρυθμός με τον οποίο κινήθηκε εκθεσιακά δεν είχε προηγούμενο και δεν έχει και τόσο επιγόνους. Μερικοί τον χαρακτηρίζουν ως έναν πρώιμο Gagosian.
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
Έτσι λοιπόν, μιλάμε για την σημασία σήμερα της εμπειρίας της περιπέτειας, της τόλμης, της απόλαυσης, Στον πυρήνα όμως της εμπειρίας και της περιπέτειας αυτής, που είναι η ίδια η σύγχρονη τέχνη στην περίπτωσή μας, βρίσκεται η έννοια της συγκίνησης. Εκεί που συνδέεται η ιστορία και η ευαισθησία, η ιστορία και η ψυχολογία κατά κάποιο τρόπο. Η συγκίνηση, κινητήριος μοχλός της ανθρώπινης δράσης, δεν είναι ένας απλός αυτοματισμός. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι συγκινήσεις έχουν ένα ιδιαίτερο γνώρισμα, το οποίο κανένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την κοινωνική ζωή των ομοίων του δεν μπορεί να παραβλέψει. Και το γνώρισμα αυτό είναι ότι οι συγκινήσεις είναι μεταδοτικές. Έχουν ως συνέπεια τις σχέσεις του ανθρώπου με τον άλλο άνθρωπο, δηλαδή τις συλλογικές σχέσεις. Όπως γράφει ο Lucien Febvre σε ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιό του, σχετικά με το πώς να ανασυνθέσουμε τη συναισθηματική ζωή άλλων εποχών, «αναμφίβολα οι συγκινήσεις γεννιούνται και αναπτύσσονται στην οργανική δομή ενός συγκεκριμένου αυτόμου, και συχνά με αφορμή ένα γεγονός που αγγίζει μόνο το άτομο αυτό. Αλλά η έκφρασή τους είναι αποτέλεσμα μιας σειράς από εμπειρίες ομαδικής ζωής. Η έκφρασή τους είναι καρπός ενός αμοιβαίου κατασταλάγματος διαφορετικών ευαισθησιών.
Ο Ιόλας, για να κλείσω, μέσα από την αποκαλυπτική σχέση του με τους καλλιτέχνες μας καταθέτει και σήμερα εξαιρετικά πολλές και διαφορετικές αποχρώσεις ευαισθησίας. Ο ίδιος έκανε την τέχνη εργαλείο ζωής και αυτό σήμερα παραλαμβάνουμε ως κληρονομιά του. Κληρονομιά αυτού του ανθρώπου που έδειξε μοναδικό ενδιαφέρον για όλες τις όψεις του πολιτισμού, αρχαίου, κυρίως όμως σύγχρονου, του ανθρώπου που δεν γνώριζε όρια, όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και εθνικά, του ανθρώπου που μιλούσε επτά γλώσσες, του ανθρώπου με τις αναρίθμητες ταυτότητες. Χωρίς αυτά κατά νου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ιστορία, παρά μόνο φιλολογία ή απλώς σχολαστικότητα. Και εδώ δεν μιλάμε μόνο για ιστορία της τέχνης, αλλά και πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία.
O Ιόλας, θα το ξαναπώ, αποτελεί τον ίσως μοναδικό κρίκο που συνδέει την ελληνική συμμετοχή στα παγκόσμια γεγονότα των εικαστικών τεχνών του 20ού αιώνα. Και γι’ αυτό το λόγο ο Ιόλας είναι η κληρονομιά μας γιατί μας θυμίζει ότι η τέχνη είναι υλικό που πλάθεται μέσα από τα όνειρα, τις εμμονές, τις φαντασιώσεις και κυρίως τις συγκινήσεις.
Βεβαίως αν είχε ενστερνιστεί την ελληνική εκδοχή του σουρεαλισμού, θα είχε διαβάσει πιο προσεκτικά τον στίχο του Εγγονόπουλου «Στρατηγέ, τι γύρευες στη Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;» και δεν θα είχε επιστρέψει ποτέ στην Ελλάδα. Όμως ευτυχώς ενστερνίστηκε τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό, γύρισε στην Ελλάδα και σήμερα μας επιτρέπει ξανά να σταθούμε πιο κριτικά απέναντι στο μύθο του, απέναντι στο μύθο της τέχνης της ίδιας και απέναντι στο μύθο που είναι ο κάθε εαυτός μας ξεχωριστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου