Από αριστερά: Ρωμαίος Ζουλούμης,, Τάκις Βασιλάκης(;),
Ευθαλία Αργυροπούλου, Μίνως Αργυράκης. Μπροστά οι δύο κοπέλες που
κάθονται στο πάτωμα: Νέλλη Ανδρικοπούλου και Νάτα Μελά. Η κοπέλα που
έχει κρύψει το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια, είναι η γλύπτρια Αλεξάνδρα Νικολετοπούλου. Φωτό, 1945
Σε όλη την διάρκεια της Κατοχής, οι νέοι διασκεδάζουν,
που σημαίνει ότι παραμένουν ελεύθεροι με την πραγματική έννοια του όρου.
Πηγή αυτών των διασκεδάσεων δεν είναι η αναισθησία, αλλά η πίστη, κάτι που δεν διακρίνεις πάντα στους μεγαλύτερους. Στο καφενείο του Λουμίδη, βλέπουμε αυτές τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής, όπως περιγράφονται από τον Οδυσσέα Ελύτη. Στο ένα τραπέζι, απελπισμένοι νοικοκύρηδες κλείνουν συμφωνίες με τους μαυραγορίτες για λάδι και ζάχαρη, ενώ φουσκωμένες βαλίτσες αλλάζουν χέρια. Στο άλλο τραπέζι, νεαροί συζητούν γελώντας για έρωτα, αντίσταση και υπερρεαλισμό. Έχουμε ακόμη πληροφορίες για σπίτια που στέγαζαν νεανικές συντροφιές. Το σπίτι του Εμπειρίκου είναι ένα από αυτά τα περίεργα σπίτια, όπου δεν αφήνουν το μαύρο χρώμα να σκεπάσει την σκλαβωμένη ελευθερία που νιώθουν. Τολμούν να διασκεδάζουν, να χορεύουν και να διαβάζουν ποιήματα που συμπυκνώνουν τον πόθο για ζωή. Εκεί, διαβάζονται για πρώτη φορά η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, ο «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατσιώνη, ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του Κίτσου Μαλτέζου και άλλων. Σε αυτές τις συντροφιές βλέπουμε ακόμη τον Μάνο Χατζιδάκη, και τον Γιάννη Τσαρούχη να δίνει αυτοσχέδιες παραστάσεις πότε μεταμφιεσμένος «Καλόγρια του Μιστρά» και πότε «Μπαλαρίνα».
Πηγή αυτών των διασκεδάσεων δεν είναι η αναισθησία, αλλά η πίστη, κάτι που δεν διακρίνεις πάντα στους μεγαλύτερους. Στο καφενείο του Λουμίδη, βλέπουμε αυτές τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής, όπως περιγράφονται από τον Οδυσσέα Ελύτη. Στο ένα τραπέζι, απελπισμένοι νοικοκύρηδες κλείνουν συμφωνίες με τους μαυραγορίτες για λάδι και ζάχαρη, ενώ φουσκωμένες βαλίτσες αλλάζουν χέρια. Στο άλλο τραπέζι, νεαροί συζητούν γελώντας για έρωτα, αντίσταση και υπερρεαλισμό. Έχουμε ακόμη πληροφορίες για σπίτια που στέγαζαν νεανικές συντροφιές. Το σπίτι του Εμπειρίκου είναι ένα από αυτά τα περίεργα σπίτια, όπου δεν αφήνουν το μαύρο χρώμα να σκεπάσει την σκλαβωμένη ελευθερία που νιώθουν. Τολμούν να διασκεδάζουν, να χορεύουν και να διαβάζουν ποιήματα που συμπυκνώνουν τον πόθο για ζωή. Εκεί, διαβάζονται για πρώτη φορά η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, ο «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατσιώνη, ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του Κίτσου Μαλτέζου και άλλων. Σε αυτές τις συντροφιές βλέπουμε ακόμη τον Μάνο Χατζιδάκη, και τον Γιάννη Τσαρούχη να δίνει αυτοσχέδιες παραστάσεις πότε μεταμφιεσμένος «Καλόγρια του Μιστρά» και πότε «Μπαλαρίνα».
Οι παρέες αυτές δέχονται μια ανελέητη κριτική από όσους
δεν μπορούν να συμβιβάσουν το αίσθημα της κατοχικής φρίκης με τις διασκεδάσεις.
Ο Ελύτης απαντά στο ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ…
«Κι ας πα’ να λέγανε οι ηθικολόγοι- θα έπρεπε να πω: οι
στενοκέφαλοι- ότι ήτανε ντροπή, τη στιγμή που οι άλλοι πεινούσαν ή σκοτώνονταν,
εμείς να διασκεδάζουμε. Αλλά αυτό ακριβώς είχε σημασία. Από εμάς τους ίδιους
που «διασκεδάζαμε» οι περισσότεροι πεινούσαν ή σκοτώνονταν τις νύχτες κρυφά,
χωρίς να το κάνουν ποτέ μπαϊράκι τους. Ο Τσαρούχης είχε- όπως κι εγώ-
δοκιμαστεί σκληρά στην Αλβανία, ο Αντρέας Καραντώνης γύριζε από πόρτα σε πόρτα
και πουλούσε χαρουπόμελο για να ζήσει. Ο Βαλαωρίτης θα ακολουθούσε τα μυστικά
καραβάνια προς τη Μέση Ανατολή. Και ένας από τους νέους ποιητές, ο Λόης, θ’
ανέβαινε σε λίγο στην αγχόνη…»
(Οδυσσέας
Ελύτης. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ).
Σίμος Τσαπνίδης "Πόλεμος", Ξυλομπογιές, 1941
Προς το τέλος της Κατοχής εμφανίζεται μια δειλή άνοιξη. Μερικοί φοιτητές που
συμμετέχουν δραστήρια στις
εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, δείχνουν να ξεφεύγουν από τον θλιβερό
κανόνα- την ακραία δηλαδή αντιπαράθεση δεξιών και αριστερών για τον έλεγχο του
αντιστασιακού αγώνα στην Ελλάδα. Γνωστότερα παραδείγματα από τον χώρο της
αριστεράς, ο Κίτσος Μαλτέζος και η Ναταλία Μελά, ενώ από τον χώρο της δεξιάς, ο
Ρόδης Ρούφος και ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος. Δεν είναι φυσικά οι μοναδικοί, αλλά
όλοι μαζί είναι πολύ λίγοι για να διαμορφώσουν αλλαγή στην εμφυλιοπολεμική
διάθεση της νεολαίας.
Φωτο: Η αγωνίστρια του ΕΛΑΣ, Ολυμπία Παπαδούκα, τραγουδάει σε χωριό της Θεσσαλίας. 1944
Το 1944 είναι μια χρονιά οριακή. Οι Έλληνες για άλλη μία
φορά, πολεμούσαν τον κατακτητή ενώ
ταυτόχρονα πολεμούσαν μεταξύ τους. Οι δύο κυριότεροι απελευθερωτικοί στρατοί, ο
ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, προσπαθούσαν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον ήδη από τον
χειμώνα του 1943-44 (πρώτος γύρος). Η
μισαλλοδοξία είχε μολύνει τη νεολαία σε
τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και μαθητές γυμνασίων χωρίζονταν σε αριστερούς και
δεξιούς και οπλοφορούσαν στα σχολεία. Στους φοιτητές τα φαινόμενα είναι εντονότερα, αρχίζουν
από καρεκλοπόδαρα, περνούν σε πριονισμένα δοχεία, σιδερογροθιές και καταλήγουν
στις μπερέτες.
Η Εποχή αποτελεί μοναδικό παράδειγμα όπου τα διαφορετικά
νεανικά στοιχεία δεν μπορούν να συνυπάρξουν αφού το μίσος είχε τυφλώσει τους
περισσότερους από τους νέους ανθρώπους. Αλλά, ποια ήταν η νεολαία της εποχής;
Πρώτα-πρώτα έχουμε το μεγάλο κομμάτι που βιώνει την
έσχατη εξαθλίωση και για να επιζήσει κλέβει από τους γερμανούς τρόφιμα,
βενζίνες και ρεζέρβες. Είναι η μεγάλη στρατιά των σαλταδόρων που αναπτύσσουν
μία ξεχωριστή κουλτούρα που περιγράφεται καλά από το ρεμπέτικο τραγούδι. Ύμνος των σαλταδόρων το τραγούδι που έγραψε ο
Μ.Γεννίτσαρης …
Θα σαλτάρω,
θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω
εγώ πάντα
βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω
σε κάνα
αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω
βενζίνες
και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατί
έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε.
Οι Γερμανοί
μας κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε
εμείς θα τη
σαλτάρουμε, μέχρι να σκοτωθούμε
Ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών για το ήθος της εποχής
αντλούμε από το ρεμπέτικο τραγούδι. Το τραγούδι αυτό αποτελούσε αυθεντική
καταγραφή του λαϊκού αισθήματος και περιέγραφε την καθημερινή ζωή των λαϊκών
στρωμάτων, τον έρωτα, τα βάσανα, και την ελπίδα του αγώνα…
ζώσου και
το σπαθί σου
και σύρε
για τον πόλεμο
η λευτεριά
μαζί σου
(Μπαγιαντέρας-1942)
Αλλά αν το ρεμπέτικο τίμησε το «βουνό», το «βουνό» δεν
τίμησε το ρεμπέτικο. Έτσι η ΕΠΟΝ, η μεγαλύτερη αντιστασιακή νεολαία, δεν έπρεπε να τραγουδά ρεμπέτικο τραγούδι. Η
επικρατούσα άποψη ήταν ότι όλα αυτά τα λαϊκά αριστουργήματα ήταν προϊόντα
ενός «λούμπεν προλεταριάτου» και δεν
μπορούσαν να ενταχθούν στον αγώνα. Η άποψη αυτή ερχόταν «γραμμή» από το ΚΚΕ και
για πάρα πολλά χρόνια διέγραφε οτιδήποτε δεν έφερνε την έγκριση της καθοδήγησης…
«..μου
έκανε εντύπωση , με πόση χαρά τραγουδούσαν
όλοι
το
απαγορευμένο τραγούδι (τη Φαληριώτισσα). Μόλις τελείωσε το
τραγούδι συγκινημένος ο Παναγιώτης μου λέει: «Τι τους έφταιγε
το τραγουδάκι αυτό και το απαγόρεψαν; Ήθελα να ήταν
εδώ απόψε οι ηγούμενοι της καθοδήγησης ν’ άκουγαν τη φαληριώτισσα να την τραγουδάν ο Σαλαπατάρας μ’ όλους τους συντρόφους…»
(Κ.Τσακίρης.
ΒΟΥΡΛΑ,Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ)
Για την ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ γενικότερα, μουσικές σαν την τζαζ
θεωρούνται μιάσματα. Είναι χαρακτηριστικό το τραγουδάκι που τραγουδούσαν οι
Επονίτες για να κοροϊδέψουν τους δεξιούς Πεανίτες…
Στην
ΠΕΑΝ θε να γραφτώ
θα παίζω
τζαζ θα πίνω τζιν και θα χορεύω
και την
Κική και την Κοκώ, τις ΠΕΑΝίτισσες
με τη
σειρά θε να φιλώ…
Στη νεολαία του ΕΑΜ, κυριαρχούσε το παράξενο, γοητευτικό
και ταυτόχρονα σκοτεινό στοιχείο: η λατρεία της Σοβιετικής Ένωσης. Μια σειρά
από «αντάρτικα» στήριζαν τη φλογερή πίστη στη Ρωσία, τον «παππού» (Στάλιν) και
τον Κόκκινο Στρατό που τον έβλεπαν σαν στρατιά αγγέλων. Ένα από τα τραγούδια
αυτής της κουλτούρας, έλεγε…
Σαν
ατσάλινος γίγας που αλύγιστος ορμάει
Στα
πεδία των τίμιων μαχών
Με
αρχηγούς τον Βοροσίλωφ,Τιμοσένκο και Μπουντιένι
Που ΄ναι
οι μάνες του λαϊκού στρατού
……………………………………….
Με
καθοδήγηση λαμπρή του αρχηγού μας του Στάλιν
Ξεψυχάει
ο αγκυλωτός του φασισμού.
Για τη νεολαία του ΕΑΜ, τα «αντάρτικα» λειτουργούσαν σαν
συνδετικοί κρίκοι πολύ περισσότερο από τις μαρξιστικές θεωρίες και
δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα της λυτρωτικής αδελφότητας- όπως οι κατανυχτικές
λειτουργίες των πρώτων χριστιανών.
Τα
Πάρτι της Κατοχής, οι ΕΠΟΝίτες και οι ΠΕΑΝίτες, τα «Παιδιά του Σουίνγκ».
Αντίπερα της ΕΠΟΝ, βρισκόταν μια σειρά από νεολαίες με
διαφορετικές ιδεολογίες: από τους τροτσκιστές μέχρι οργανώσεις της ΖΩΗΣ που
προσήλκυαν νέους στα κατηχητικά. Όμως η οργάνωση που αποτελούσε πραγματικά το
αντίπαλο δέος για το ΕΑΜ, ήταν οι «κανελλοπουλικοί» της ΠΕΑΝ. Τα παιδιά αυτής
της ομάδας δεν είχαν κανένα ιδεολογικό
πρόβλημα με την δυτική κουλτούρα και συνεπώς υιοθετούσαν ανάλογους τρόπους διασκέδασης. Οι τρόποι αυτοί,
συνδύαζαν την αντίσταση με τα πάρτι! Πάρτι για να χορέψουν σουίνγκ, αλλά και
για να αποχαιρετήσουν συντρόφους που έφευγαν για τη Μέση Ανατολή ή το
Αντάρτικο.
Φωτο: Πεανίτες, σε ταράτσα σπιτιού στην Αθήνα, 1944.
Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, στα πάρτι, χορεύονται
μέχρι πρωίας τα μοντέρνα τραγούδια της εποχής ,πλέκονται τα ειδύλλια αλλά και
οργανώνεται ο αντιστασιακός αγώνας.
Πάρτι γίνονταν και «υπέρ των σκοπών του ΕΑΜ», όμως οι νέοι ΕΠΟΝίτες δεν ήταν δυνατόν να χορεύουν
με τις μουσικές εκείνων που διαφωνούσαν ιδεολογικά, έτσι διάβαζαν το Μιλάει η Μόσχα του Μ.Λουντέμη,
τραγουδούσαν αντάρτικα και χόρευαν δημοτικά τραγούδια.
Το ΕΑΜ που περιορίζεται σε μία «αγωνιστική σοβαρότητα»
χάνει τους νέους που θέλουν να χορεύουν μοντέρνα ευρωπαϊκά –και δεν ήταν και
λίγοι… Περιγραφές της εποχής μιλούν για εκατοντάδες νεαρούς που στριμόχνoνταν
καθημερινά στο Σινέ-Νιούς για να χορέψουν τζαζ και σουίνγκ στα μουσικά πρωινά που διοργάνωνε τότε ο
Γιάννης Σπάρτακος.
Τα πάρτι της Κατοχής δίνουν το στίγμα των δύο κυρίαρχων
και αντιμαχόμενων νεανικών αντιλήψεων. Στην μία πλευρά έχουμε τα πάρτι της ΕΠΟΝ
και στην άλλη, τα πάρτι των παιδιών του Σουίνγκ. Και τα δύο διαρκούν όλη τη
νύχτα αφού η κυκλοφορία απαγορεύεται.
Και τα δύο γίνονται όχι μόνον για διασκέδαση αλλά και για
να οργανωθεί ο αντιστασιακός αγώνας. Διαφέρουν όμως ριζικά στο φρόνημα. Ουσιαστικά
είναι οι γιορτές δύο ομόαιμων, αλλά όχι και ομοψύχων κόσμων. Ο πόλεμος των δύο
νεολαιών φθάνει στο αποκορύφωμά του με την δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου.
Τελευταία φωτο: Η σημειολογία της Απελευθέρωσης. Διαδήλωση της ΠΕΑΝ με πανό που τιμά τον Κώστα Περρίκο, περνά κάτω από πανό του ΕΑΜ, στο κέντρο της Πρωτεύουσας.
Δύο λέξεις θα πω μόνο: Ελένη Παπαδάκη.
ΑπάντησηΔιαγραφή