Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

ΧΡΟΝΟΜΗΧΑΝΗ: Κυριακή πρωί, στην Πλάκα, 6 Οκτωβρίου του 1968

Κυριακή, 6 Οκτωβρίου 1968. Είμαι στην Πλάκα. Μόλις έφθασα εδώ, από το ζοφερό μέλλον, πίνω καφέ στο καφενείο του Πλάτανου.
Η εφημερίδα που διαβάζει εκείνος απέναντι, στην πρώτη σελίδα της γράφει:  ΜΑΘΗΤΑΙ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙAI ΜΕΤΑ ΥΠΟΠΤΩΝ ΤΥΠΩΝ ΕΙΣ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ.
Του ζητώ να διαβάσω. Η εφημερίδα γράφει πως ο Λαδάς, γενικός γραμματέας του υπουργείου ‘Δημοσίας Τάξεως’, έκανε αιφνιδιαστικό έλεγχο στο κλαμπ Τριπ, και όσους μακρυμάλληδες έπιασε, τους κούρεψε ‘καταλλήλως’.


Σηκώνομαι και γρήγορα φθάνω στην οδό Λυσίου, στο ΤΡΙΠ.
Στην είσοδο υπάρχει αστυνομία.
Δείχνω τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα.
Ο αστυνόμος την κοιτά ξαφνιασμένος.
-Μα τι γράφει εδώ; Αυτά είναι ανύπαρκτα..
-Μην ταράζεστε, του εξηγώ, έρχομαι από το μέλλον
Με κοιτάζει πολύ αυστηρά, νομίζει πως τον κοροϊδεύω.
-Φύγετε κύριε!
Εκείνη τη στιγμή, από το κλαμπ βγαίνει ο συνταγματάρχης Λαδάς, συνοδεία αστυνομικών και παρατρεχάμενων με πολιτικά ρούχα. Έχει έρθει ξανά, στον ‘τόπο του εγκλήματος’ για να επιθεωρήσει τον χώρο, μήπως βρει καινούργια στοιχεία. Ο φρουρός του εξηγεί πως ισχυρίζομαι δημοσιογραφική ιδιότητα και πως έρχομαι από το μέλλον.
-Α μπα; …χαμογελά και βγάζει τα μαύρα γυαλιά του…Και από ποιο έτος έρχεστε ακριβώς;
-Από το 2018

Αγριεύει.
-Δεν έχω όρεξη για ηλιθιότητες. Από αυτή τη στιγμή τελείτε υπό κράτηση. Θα εξακριβώσουμε τα στοιχεία σας.
-Όμως φοβάστε να απαντήσετε σε μια ερώτηση; Γιατί κλείσατε το κλαμπ;
-Δεν φοβόμαστε τίποτα. Το κλαμπ που εσείς έτσι χαρακτηρίζετε, είναι κέντρο ακολασίας που προσβάλλει τον πολιτισμόν μας.
-Και οι μαθητές;
-Οι μαθηταί προσήχθησαν στα οικεία αστυνομικά τμήματα, άπαντες. Εκουρεύθησαν οι μακρυμάλληδες, ειδοποιήθησαν οι γονείς δια να τους παραλάβουν. Τι άλλο θέλετε;
-Τίποτα, άλλο.
-Κύριε Συνταγματάρχα, να τον οδηγήσουμε στην Ασφάλεια; ..ρωτά το αστυνομικό όργανο.
Ο Λαδάς, με κοιτάζει ξανά.
-Όχι. Αφήστε τον να πάει στην ευχή του Θεού. Ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός.

Φεύγω.
Νιώθω το αεράκι, κάτω από την Ακρόπολη, την αύρα της Πλάκας, ταυτόχρονα όμως, από παρακείμενο σουβλατζίδικο, και την εξαίσια μυρωδιά σουβλακίων.
Στέκομαι και «ένα με διπλή μάστορα!» ασυναίσθητα παραγγέλνω. «Τέσσερις δραχμές, στο ταμείο». Όμως, διάολε, έχω μόνον ευρώ, από τον ηλίθιο κόσμο που ήρθα.  Αναθεματίζω την τύχη μου. Που το έωλο μέλλον, με απέκλεισε από το σουβλάκι του χθες, όταν άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Έτσι, σκύβω και ξαναγίνομαι ο κατάσκοπος- φάντασμα, ονειροπόλος και μοναχικός ταξιδιώτης. Κυριακή πρωί, στην Πλάκα, 6 Οκτωβρίου του 1968. 

2 σχόλια: