Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Μαριάνθη Μαρκοπούλου - ON THE ROAD, AGAIN


Ένα υπέροχο ποίημα της Μαριάνθης Μαρκοπούλου, για τα χρόνια της εφηβείας της, τα πρόσωπα και τα στέκια.
Στην φωτογραφία, η ποιήτρια, σε ηλικία ίσως 16 ετών, με άλλους «εξερευνητές αντοχών και περασμάτων» σε κάποιο από τα μυστήρια καταφύγια της δεκαετίας του 80.


ON THE ROAD, AGAIN

Θα άνοιγα την πόρτα
Θα πεταγόμουν έξω
Και θα βρισκόμουν σε εκείνα εκεί τα παλιομάγαζα
που φάγαμε τις ώρες μας
και ήπιαμε τα χρόνια μας
κάτι ημιυπόγεια πνιγμένα στη κάπνα
με σκοτεινές μουσικές
κι ενισχυτές που τρίζαν
Θα πήγαινα στο Μπούτι, στα σκαλάκια του Μουσείου, στον Κάκτο ή στο Μπλουζ για νωρίς
στο χαλίκι του Μελέτη μόλις άνοιγε ο καιρός
κι ίσως καταλήγαμε πάλι δίπλα από καφάσια μπύρες
και Κρέιζι πιο αργά, Ψυχεδέλεια, Λαλούνα, Όμπρε
που ξέραμε τις ώρες που αδειάζει, και ποιον θα βρούμε πότε
να περνάει όλος ο κόσμος και να είναι όλοι παρέα σου
ή η διπλανή παρέα
γιατί όποιος δεν ήταν παρέα σου
απλώς ποτέ δεν πέρναγε από εκεί
σε τόσο κακόφημα στέκια
συχνάζαν μόνο οι δικές μας φυλές
τότε που δήλωνες ξεκάθαρα ποιος είσαι
από το τι ακούς
και τι φοράς
και πού πηγαίνεις
που για τους άλλους ήμασταν οι δαχτυλοδεικτούμενοι
αλλά εμείς αναγνωριζόμασταν
όπως οι εξαιρέσεις μεταξύ τους
όπως οι αιρέσεις
τρελοί χοροί κυνηγημένα πάρτυ
δρόμοι παραλίες συναυλίες
σπίτια κοινόβια
ή κάτι ξεχασμένα μπαρ των προαστίων
που μόνο εμείς τα ξέραμε
που μόνο εμείς πηγαίναμε
και τα διαλάγαμε
κι αφού τα κλείναμε όλα
περιμέναμε το πρώτο λεωφορείο στην πλατεία, στον Αφεντούλη,
λιωμένοι στα μπλε καθίσματα
να έχουν σχολάσει τα μαγαζιά όλα κι εσύ να ξέρεις προς τα πού κατευθύνεται ο καθένας...

Θα έμπαινα μέσα, λοιπόν
και θα ήταν όλοι εκεί
θα ακούγονταν οι ίδιες μουσικές
και θα έβρισκα θέση σε ένα κουτσό σκαμπό
δεν θα ήταν ανάγκη να πολυμιλήσω
θα χαιρετούσα με ένα νεύμα στην άλλη άκρη τους γνωστούς
και τους φίλους
πιο κοντά
κι αυτοί που φλερτάραμε
και αυτοί που αγαπηθήκαμε
και αυτοί που θέλαμε,
αλλά δεν προλάβαμε
γιατί χαθήκαμε
ή γιατί πεθάναμε,
που ποτέ δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα
γιατί νομίζαμε ότι θα συναντιόμαστε εκεί για πάντα
κι αν όχι εκεί κάπου αλλού
αφού όλα δικά μας ήταν
και στα δικά μας όλο και κάποιος ήξερε
αυτόν που ψάχναμε
ή αυτόν που τελικά βρίσκαμε
και έτσι δεν μάθαμε ποτέ τα αληθινά μας ονόματα
παρά μόνο κάτι παρατσούκλια
ο ξεπ, ο φρι, ο ψηλός, ο λεβεντόκωλος, ο άβερελ, ο φτου, ο μπουρδάκιας, ο ινδιάνος, ο μαλλιάς, ο νέκρας, ο όζι, ο αφάνας, ο γίδης, ο αρκούδος, ο περούκας, ο γκανγκάν, ο γκόας, ο ξεμείνης, ο παππούς, ο σκούπας, ο χτίκης...
τόσοι και τόσοι ήταν εκεί
ταγμένοι δοκιμαστές ηλεκτρικών εκκενώσεων
εξερευνητές αντοχών και περασμάτων
συλλέκτες τσαλαπατημένων σελίδων
να πίνουμε ό,τι πίνεται
να πηγαίνουμε στο όπου πάει
περπατώντας με αυτή τη χαμογελαστή μελαγχολία
που έχεις όταν βαδίζεις πάνω σε ακονισμένα ξυράφια

Κάποιοι προσγειώθηκαν ομαλά σε τακτοποιημένες ζωές
έχουν απαρνηθεί το παρελθόν τους γιατί δεν συνάδει με τον κύκλο τους
και μεγαλώνουν παιδιά που εύχονται να μην τους μοιάσουν
Είναι οι «πάνε αυτά, τελειώσανε»
που ρίξαν μαύρη πέτρα πίσω τους
και έπεσε κατακέφαλα σ’ ό,τι επέτρεψε η νιότη τους
και όχι η ανήσυχή τους φύση
Κάποιοι κάνανε παντιέρα μερικές ένδοξες νύχτες
και η ζωή σταμάτησε εκεί
να φοράν τα ίδια ρούχα,
να ακούν τα ίδια τραγούδια πάντα
και να γελάν με τα ίδια αστεία,
30 χρόνια τώρα
Ήταν και οι άλλοι
που περιφέρονταν με εκείνο το ύφος που έλεγε
ότι εμείς δεν γεννηθήκαμε γι’ αυτά
γιατί θα κάνανε σπουδαία πράγματα
όπως θα περνούσαν τα χρόνια
για να περάσουν τελικά τα χρόνια
και το πιο σπουδαίο που έμεινε να ’ναι τ’ ότι υπήρξανε εκεί τότε
Και τώρα που ήπιαμε ό,τι πίνεται
Και τώρα που βγήκαμε όπου έβγαλε
νομίζεις είναι εύκολο να βρεις έναν μας
που δεν αποκήρυξε τα χρόνια του
ούτε κόλλησε σε αυτά
ή που ακόμα πιο πέρα,
έναν που δεν κατέληξε γραφική φιγούρα
ξυπόλητος σε ψυχιατρείο
με αυτοσχέδια χτυπημένα τατουάζ
σε κλινική απεξάρτησης
καμένος
καημένος
καταδικασμένος
Νομίζεις πως είναι εύκολο,
από αυτούς που επέζησαν
να βρεις ποιος ισορρόπησε πάνω στην σπουδή του παραπατήματος
ποιος πήρε την μαγιά και έβγαλε ψωμί
να έχει να ξαναφάει
ποιος πάτησε τον κύκλο και στάθηκε από έξω
φύσει και θέσει
ανοιχτός στο αναπάντεχο
πιστός ακόμα
στο συναπάντημα της καινούργιας στιγμής
νομίζεις πως μπορείς;

Μόνο να άνοιγα την πόρτα και να έβγαινα έξω
μόνο να άνοιγα την πόρτα και να έμπαινα μέσα
να τους ξανάβλεπα όλους
και να τους έλεγα πόσο χάρηκα που τους γνώρισα
κι ας ξέρω πια όσα δεν ήξερα
τόσο γι’ αυτούς
όσο για μένα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου