Όμως..
λείπει
λείπει
λέιπει
μας λείπει
ο Παύλος!
Τη δύναμή σου πουλάς σ' ένα γιαπί
φορτώνοντας τσιμέντο και λάσπη το κορμί
κλειδώνεις σπίτι με πόνο την καρδιά
και κατεβάζεις τα ρολά
και στα όνειρα σιωπή
ζητάς ελευθερία "Αέρα" "Αλβανία".
Ο πόνος σου με γκόμενας μορφή
αυτό που για άλλους είναι καθημερινή ζωή
μα ειν' η τσέπη άδεια κι η κούραση σφυρί
θεέ μου θα τόθελες θα τόθελες κι εσύ
λιγάκι να γλεντήσεις σαν άνθρωπος να ζήσεις.
Συνήθισες να περπατάς σκυφτά
κι ο ινστρούχτορας σου φέρεται γλυκά
δύναμη κόμμα, αγώνας και φωτιά
κι ο κουλτουριάρης στα μπαρ να σ' αγαπά
όταν το βράδυ η μοναξιά
τα σώβρακά σου πιτσιλά.
Σε μια σκοπιά στο Ελληνικό στρατό
στραβός ανώνυμος του δεκανέα Κ.Ε.Β.Ο.Π
κοιτάς με δέος ένα τυχαίο φρικιό
να φεύγει τρέχοντας απ' τον τρελογιατρό
κουνώντας το χαρτάκι
το I5 το μικράκι.
Σε φάμπρικα πιάνεις δουλειά
μα κάποια ανύποπτη και σκοτεινή βραδιά
αναρχικοί βάζουν φωτιά
τ' αφεντικό σου πανικός ... χωρίς λεφτά...
ένα θηρίο σε καλεί... νιώθεις μια άγρια ηδονή.
Άνεργος τώρα ζητάς καινούργια αρχή
με σλήπιν μπαγκ στον ώμο φίλος από παιδί
κουτσά στραβά σου λέει τη βγάζω καθαρή
μα είναι δικιά μου δικιά μου η ζωή
κι εσύ να περιμένεις
με γνώση ότι πεθαίνεις.
Εφημερίδα ... φωτογραφία μικρή,
μιλάει για σένα για κάποιον πωλητή
ήτανε βράδυ, ήτανε κι η βροχή
τ' αφεντικό παρθένα, στο πρώτο της φιλί
"με λήστεψε" τους λέει "το πιο καλό παιδί".
Ο αλέκτωρ λάλησε την τρίτη του φορά,
το κόμμα τώρα σε διαγράφει βιαστικά,
οι σύντροφοί σου ; "μα ήταν φύση αναρχικιά"
"αυτά, απ' τ' άλλα, εκείνα ,
συμβαίνουνε κι αυτά"
Μνήμες, καπνός, αμφιβολία καμιά.
Μονάχ' ακόμα μία, ...μελανιά
σε μιας εφημερίδας τη γωνιά.
λείπει
λείπει
λέιπει
μας λείπει
ο Παύλος!
Τη δύναμή σου πουλάς σ' ένα γιαπί
φορτώνοντας τσιμέντο και λάσπη το κορμί
κλειδώνεις σπίτι με πόνο την καρδιά
και κατεβάζεις τα ρολά
και στα όνειρα σιωπή
ζητάς ελευθερία "Αέρα" "Αλβανία".
Ο πόνος σου με γκόμενας μορφή
αυτό που για άλλους είναι καθημερινή ζωή
μα ειν' η τσέπη άδεια κι η κούραση σφυρί
θεέ μου θα τόθελες θα τόθελες κι εσύ
λιγάκι να γλεντήσεις σαν άνθρωπος να ζήσεις.
Συνήθισες να περπατάς σκυφτά
κι ο ινστρούχτορας σου φέρεται γλυκά
δύναμη κόμμα, αγώνας και φωτιά
κι ο κουλτουριάρης στα μπαρ να σ' αγαπά
όταν το βράδυ η μοναξιά
τα σώβρακά σου πιτσιλά.
Σε μια σκοπιά στο Ελληνικό στρατό
στραβός ανώνυμος του δεκανέα Κ.Ε.Β.Ο.Π
κοιτάς με δέος ένα τυχαίο φρικιό
να φεύγει τρέχοντας απ' τον τρελογιατρό
κουνώντας το χαρτάκι
το I5 το μικράκι.
Σε φάμπρικα πιάνεις δουλειά
μα κάποια ανύποπτη και σκοτεινή βραδιά
αναρχικοί βάζουν φωτιά
τ' αφεντικό σου πανικός ... χωρίς λεφτά...
ένα θηρίο σε καλεί... νιώθεις μια άγρια ηδονή.
Άνεργος τώρα ζητάς καινούργια αρχή
με σλήπιν μπαγκ στον ώμο φίλος από παιδί
κουτσά στραβά σου λέει τη βγάζω καθαρή
μα είναι δικιά μου δικιά μου η ζωή
κι εσύ να περιμένεις
με γνώση ότι πεθαίνεις.
Εφημερίδα ... φωτογραφία μικρή,
μιλάει για σένα για κάποιον πωλητή
ήτανε βράδυ, ήτανε κι η βροχή
τ' αφεντικό παρθένα, στο πρώτο της φιλί
"με λήστεψε" τους λέει "το πιο καλό παιδί".
Ο αλέκτωρ λάλησε την τρίτη του φορά,
το κόμμα τώρα σε διαγράφει βιαστικά,
οι σύντροφοί σου ; "μα ήταν φύση αναρχικιά"
"αυτά, απ' τ' άλλα, εκείνα ,
συμβαίνουνε κι αυτά"
Μνήμες, καπνός, αμφιβολία καμιά.
Μονάχ' ακόμα μία, ...μελανιά
σε μιας εφημερίδας τη γωνιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου